διαχειρισμός

διαχειρισμός
διαχειρισμός, ο (Α)
1. διαχείριση*
2. μεταχείριση, χειρισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διαχειρισμοί — διαχειρισμός manipulation masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαχείριση — η (ΑΝ) και διαχειρισμός, ο (Α) διεύθυνση, διοίκηση, επιστασία νεοελλ. ειδική υπηρεσία που διαχειρίζεται χρήματα ή υλικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”